- Σάραπις
- και μτγν. τ. Σέραπις, -ιδος, ὁ, Α1. θεότητα που συνδύαζε στοιχεία αιγυπτιακών και ελληνικών θεών, δηλαδή τού αιγυπτιακού θεού Οσίριδος-Άπιδος και τού ελληνικού Πλούτωνος, στην αρχή, και τού Διός, τού Άμμωνος, τού Ασκληπιού, τού Διονύσου, τού Ποσειδώνος και τού Ηρακλέους, αργότερα, και τής οποίας την λατρεία εισήγαγε στην Αίγυπτο ο Πτολεμαίος Αμε σκοπό την ισχυροποίηση τών δεσμών μεταξύ τών Ελλήνων και τού εγχώριου πληθυσμού («τὸν μὲν Ὄσιριν oἱ μὲν Σάραπιν, οἱ δὲ Διόνυσον», Διόδ.)2. είδος φυτού.
Dictionary of Greek. 2013.